ἁρμοζόντως

ἁρμοζόντως
ἁρμοζόντως,
A suitably,

χρείᾳ τινῶν D.S.3.15

, cf.SIG559.10(iii B. C.), BGU1060.31 (i B. C.);

τοῖς παροῦσι J.AJ6.1.2

;

τῷ πάθει Gal.18(1).773

; [dialect] Att. [full] ἁρμοττόντως Ph.Bel.82.4, Iamb.Comm.Math.17, Sch.Ar. Nu.253.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσδιαλαμβάνω — Α σκέπτομαι, μελετώ κάτι επί πλέον («προσδιαληφθέντος περὶ αὐτοῡ ἁρμοζόντως» αφού έγινε η κατάλληλη μελέτη για το ζήτημα, πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαλαμβάνω «διακρίνω, ορίζω, καθορίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”